- γκραβιτσέμπαλο
- τομουσικό κρουστό όργανο, κλαβιτσέμπαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
Σκαρλάτι — (Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος… … Dictionary of Greek